- κατασκευαζομένη
- κατασκευάζωequippres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)κατασκευάζωequippres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασκευαζομένῃ — κατασκευάζω equip pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) κατασκευάζω equip pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σουέτ — και σουέντ, το, Ν άκλ. 1. είδος κατεργασμένου δέρματος πολυτελείας τού οποίου η εσωτερική πλευρά τοποθετείται ως εξωτερική στα κατασκευαζόμενη είδη 2. ως επίθ. κατασκευασμένος από σουέτ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
τέμπερα — Ζωγραφική τεχνική, που χρησιμοποιεί ως συγκολλητική ουσία των χρωμάτων όχι το λάδι, αλλά άλλες ουσίες, όπως το αβγό, τη ζωική κόλλα, τη γόμα, το γάλα και το κερί λιωμένο μέσα σε νέφτι. Τα αρχαιότερα δείγματα είναι μερικές διακοσμήσεις ετρουσκικών … Dictionary of Greek